έπιπλο — Κινητή ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή ποικίλων χρήσεων. Η ιστορία των ε. είναι τόσο παλιά όσο σχεδόν ο κόσμος. Αν όμως το έ. εξεταστεί όχι μόνο από την πλευρά της χρησιμότητας αλλά και του διακοσμητικού χαρακτήρα του, η πραγματική ιστορική αρχή του … Dictionary of Greek
μυρσιαρία — η βοτ. γένος φυτών που περιλαμβάνει περί τα 60 είδη δέντρων και θάμνων τής Νότιας Αμερικής, με πολύτιμο ξύλο εφάμιλλο τής ευγενίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < νεολατ. myrciaria < λατ. myrthus < μύρτος)] … Dictionary of Greek
Καρέζη, Τζένη — (Αθήνα 1934 – 1992). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της ηθοποιού του θεάτρου και του κινηματογράφου Ευγενίας Καρπούζη. Αποφοίτησε από το γαλλικό κολέγιο Σαν Ζοζέφ και αργότερα σπούδασε υποκριτική στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Έκανε τις πρώτες… … Dictionary of Greek
Καφετζόπουλος, Αντώνης — (Κωνσταντινούπολη 1951 –). Ηθοποιός και σκηνοθέτης του κινηματογράφου, του θεάτρου και της τηλεόρασης. Το 1974 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη σκηνή του Ανοιχτού Θεάτρου, όπου έπαιξε έναν μικρό ρόλο. Στη συνέχεια αποφάσισε να σπουδάσει ηθοποιός… … Dictionary of Greek
Μεριμέ, Προσπέρ — (Prospere Merimee, Παρίσι 1803 – Κάνες 1870). Γάλλος συγγραφέας. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια και ήταν προικισμένος με πολλά ενδιαφέροντα (ιστορία, αρχαιολογία, φιλοσοφία), γνωρίζοντας λαμπρές κοινωνικές και λογοτεχνικές επιτυχίες· υπήρξε… … Dictionary of Greek
Μπιαρίτς — (Biaritz). Πόλη (περ. 30.000 κάτ.) της νοτιοδυτικής Γαλλίας, στο νομό των Ατλαντικών Πυρηναίων (γαλλική χώρα των Βάσκων), 6 χλμ. ΝΔ της Μπεγιόν, κοντά στα γαλλοϊσπανικά σύνορα. Ο πρώτος αστικός πυρήνας ιδρύθηκε στο ακρωτήριο Αταλέ, που εκτείνεται … Dictionary of Greek